πεταλόκερα

πεταλόκερα
τα, Ν
κολεόπτερα έντομα, μεγάλα σκανθάρια τών θερμών και εύκρατων χωρών, με πεταλοειδές ρόπαλο στο ακραίο άρθρο τών κεραιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petalocera < πέταλο + κέρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”